πολιτικομανία

πολιτικομανία
η Ν
η μανία με την πολιτική, το να ασχολείται κάποιος με μεγάλο ζήλο με την πολιτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Επ. Σταματιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολιτικομανία — η η ιδιότητα του πολιτικομανούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”